- ναρδίτης
- ναρδίτης [ῑ] οἶνος,A wine flavoured with spikenard, Dsc.5.57 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρδίτης — ναρδίτης, ὁ (Α) φρ. «ναρδίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek